δαμότας

δαμότας
δᾱμότας
1 fellow townsman

ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν N. 7.65


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δημότης — ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας) αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του μσν. μέλος φατρίας ιπποδρόμου αρχ. 1. άνθρωπος τού δήμου, τού λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”